οἶος

οἶος
οἶος (-ος, -ον, -οι; -ας, -αν, -αις; -ον nom., acc., nom., acc.)
1 rel.,
a c. antecedent, such as

εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει P. 1.49

γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72

Χίρωνα· οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ τέκτονα P. 3.5

ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113

προγόνων· οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105

μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73

(ἔρωτες)

οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων N. 8.6

b without antecedent: n. pl. nom., acc., such as, (as) when

ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.16

ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας, οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73

οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν, οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ αἰεὶ βροτῷ P. 2.75

ἰαχὰν ὑμεναίων, ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18

ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἷα καὶ πολλὰ πάθον P. 3.20

λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις, οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: θαυμαστικῶς expll. Σ.) I. 1.24 Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο , ο ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (Reinach: οἷος codd., def. Galavotti RFIC, 1962, 41) *fr. 107a. 4.*
c introducing comparisons, like

ἀγωνίας δ' ἕρκος οἷον, σθένος P. 5.113

οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ (sc. εἰσί) I. 9.6
2 exclamatory.

οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα O. 9.89

τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς P. 1.27

θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷP. 9.31 οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι (Didymus: οἷον Aristarchus) N. 4.93

ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62

n. pl. pro adv., ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. [οἷα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον (codd. vulgo: εἶα unus cod. ante corr.) fr. 194. 2.]
3 introducing indir. quest.

ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις παρέμειν P. 1.47

γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵαις εἰμὲν αἴσας P. 3.60

ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει, οἷον εὖρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.113

ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2. 6.
4 fragg. ]

ι οἷά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8

]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8.
------------------------------------
οἶος
1 alone

οἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν O. 1.71

ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.93

ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεὺς fr. 93. ]αν ὀιοσου[ P. Oxy. 2445. fr. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο …   Dictionary of Greek

  • οἶος — alone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷος — such as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • οἰός — ὄις sheep masc/fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄιος — ὄις sheep masc/fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. — οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. См. Трех слов связать не может …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οἵω — οἷος such as masc/neut nom/voc/acc dual οἷος such as masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵων — οἷος such as fem gen pl οἷος such as masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶον — οἶος alone masc acc sg οἶος alone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”